- Ἐρχομενοῖο
- Ἐρχομενόςmasc gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρχομένοιο — ἔρχομαι ibo pres part mp masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισχεδόν — ἐπισχεδόν (Α) [σχεδόν] 1. (ποιητ. επίρρ.) πλησίον, κοντά («ἐπισχεδὸν ἐρχομένοιο», Ύμν. εις Απόλλ.) 2. (ως πρόθ. με γεν. ή δοτ.) παρά τινι («ἐπισχεδὸν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek